ισότοπος

ισότοπος
-η, -ο
αυτός που έχει ίδιο αριθμό πρωτονίων, αλλά διαφορετικό αριθμό νετρονίων: Ισότοπα άτομα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ισότοπος — η, ο 1. αυτός που κατέχει την ίδια θέση στο περιοδικό σύστημα τών χημικών στοιχείων 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ισότοπα (πυρην. φυσ.) όρος που αναφέρεται σε δύο ή περισσότερα χημικά στοιχεία τα οποία έχουν τον ίδιο ατομικό αριθμό, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”